Ιωάννης Συκουτρής

Στο μυστικόν ανήφορο τον ύστερο που επήρες
ψηλά στον Ακροκόρινθο, να ξάστραψαν μπροστά Σου,
ως στην κορφή της Άσκησης, σα να΄ταν μιά οι Τρείς Μοίρες.
Α, πως εχτύπα δυνατά, την ώρ’ αυτή, η Καρδιά Σου.
΄
Κάτου στον κάμπο ταπεινές φωνές, πικρές και στείρες,
Στη χλαλοή τους έσμιγαν ανόσια τ’ όνομά Σου.
Απάνω εκεί, σαν ν’ άνοιγαν οι αιώνες του Πηγάσου
φτερούγες, του ανέμου γλυκά πως έπαιζαν οι λύρες!
Κι ά! Πως θε να’ταν δυνατό, σα γύριζες και πάλι
στον όχλο, για την άνιση που Σε καρτέραε πάλη,
όλο Σου το αίμα μονομιά ξοπίσω να μην φύγει,
Με την Ιερή που Σ’το’ θρεψε Πλατωνική μανία,
βαθιά προς την απόκρυφη του Ηράκλειτου Αρμονία
που απάνω κι απ ‘το θάνατο την αφουκρώνταν οι Λίγοι;
Άγγελου Σικελιανού