fbpx

Tαμπού και ηρωικοί μύθοι, απο το ΙΩ21

Ιστορικός εθνικοσοσιαλισμός και νεοναζισμός στη σημερινή εποχή

Του Jan Lohl




 Ολόκληρο το άρθρο [Tabu und Heldenmythen] στο ΙΩ21
 
 
Το Aktiv Museum Speiegelgasse  της πόλης του Wiesbaden παρουσίασε τον Σεπτέμβριο του 2012 δυο εκθέσεις: Την έκθεση ‘’Θύματα ακροδεξιάς βίας από το1990’’ καθώς και την ‘’απέλαση των εβραίων του Wiesbaden’’. Ο τίτλος που δόθηκε σε αυτές τις δύο εκδηλώσεις που παρουσιάστηκαν ταυτόχρονα από το μουσείο ήταν ‘’70 χρόνια  μετά τις απελάσεις’’. Το κοινό πληροφορήθηκε σχετικά με το γεγονός των απελάσεων 780 εβραίων κατοίκων της πόλης που έλαβαν χώρα το 1942. Από αυτούς επιβίωσαν μόνο 10 άνθρωποι.

Πέρα από την αναφορά στο παρελθόν, το κοινό έρχεται αντιμέτωπο με το γεγονός πως οι νεοναζί δολοφονούν ανθρώπους και σήμερα, πράγμα αναμφίβολα τρομακτικό. Στην Γερμανία έχασαν την ζωή τους από το 1990 ως το 2010 τουλάχιστον 166 άνθρωποι. Τα κίνητρα γι αυτούς τους φόνους ήταν ρατσιστικά, αντισημιτικά και συνδεδεμένα με εθνικιστικά αισθήματα. Η παροντική συνθήκη είναι ιδιαίτερα τοξική αν αναλογιστούμε πως πριν από 20 χρόνια εκδηλώθηκε πογκρόμ στο Rostock-Lichtenhagen και το φθινόπωρο του 2011 ανακοινώθηκε από τις αρχές ότι η νεοναζιστική ομάδα ‘’Nationalsozialistischer Untergrund’’ οργάνωσε συστηματικά και πραγματοποίησε τον φόνο 9 μεταναστών και μιας αστυνομικού.

Η ταυτόχρονη παρουσίαση των δύο εκθέσεων του μουσείου έφερε το κοινό αντιμέτωπο όχι μόνον με την επικαιρότητα του εθνικοσοσιαλισμού αλλά κυρίως με ένα ερώτημα το οποίο με έχει απασχολήσει επιστημονικά εδώ και πολύ καιρό: ο νεοναζισμός και ο ιστορικός εθνικοσοσιαλισμός αποτελούν φαινόμενα με διαφορετική προέλευση. Υπάρχει ωστόσο κάτι που τα συνδέει; Σε αυτό το κείμενο θα ήθελα να αντιμετωπίσω το παραπάνω ερώτημα μέσα από μια διαγενεακή προοπτική (transgenerationell). Μα τι είδους προσέγγιση είναι αυτή; Περί τίνος πρόκειται;

Από το τέλος της δεκαετίας του 1960 υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για το γεγονός πως οι ψυχικές συνέπειες που προκάλεσε η καταδίωξη από τους ναζί ξεπερνούν τα στενά όρια των γενεών. Οι επιδράσεις των τραυματισμών των διωκόμενων, κυρίως των εβραίων, που συνέβησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης , εγγράφονται βαθιά στην ψυχή των επόμενων γενεών κι επηρεάζουν τα συναισθήματα, την σκέψη και τις πράξεις τους.

Τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών που επιβίωσαν των στρατοπέδων συγκέντρωσης εμφανίζουν συμπτώματα τα οποία θα περίμενε να βρει κανείς σε ανθρώπους που βίωσαν την καταδίωξη στο ίδιο τους το σώμα.Εν τω μεταξύ σταδιακά μας έρχονται και οι επιστημονικές αποδείξεις σχετικές με τις ειδικότερες συνέπειες του εθνικοσοσιαλισμού στα παιδιά των θυτών ή των συνεργατών τους. Αυτές οι συνέπειες βρίσκονται στον πυρήνα αυτής της δημοσίευσης. Θα ήθελα συνεχίζοντας αυτήν την εργασία να θέσω ως θέμα τα ψυχικά κληροδοτήματα του εθνικοσοσιαλισμού και να καταδείξω την ιδιαίτερη σημασία τους σε ό,τι αφορά την πορεία ενός ψυχικού γίγνεσθαι που οδηγεί στο νεοναζισμό.


Το Κακό βρίσκεται έξω

Στην εποχή του εθνικοσοσιαλισμού ο συνολικός σχεδόν πληθυσμός της Γερμανίας ταυτίστηκε με τον Χίτλερ και τις επιδιώξεις του, πολύ συχνά και με την αντισημιτική του πολιτική. Όμως αμέσως μετά το 1945 οι περισσότεροι δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν ούτε να μιλήσουν για αυτό το ζήτημα. Δεν θέλησαν να θυμούνται αυτό το αίσθημα της παντοδυναμίας που μοιράστηκαν ως κομμάτι της ‘’άριας ανώτερης φυλής’’.

Αρνήθηκαν επίσης την ανάμνηση της καθημερινής τρομακτικής εξουσίας που άσκησαν ως κυρίαρχοι ακόμα και μέσα στα χρόνια του πολέμου ενάντια στους καταδιωκόμενους από το καθεστώς, συμπορευόμενοι μαζί του. Οι αναμνήσεις αυτών των γεγονότων όπως και τα εγκλήματα που οδήγησαν στα βουνά από πτώματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρήκαν ελάχιστη πρόσβαση στην συνείδηση και συνακόλουθα έμειναν έξω από την ιστορική διάσταση της προσωπικής βιογραφίας.

Έτσι, η Hanna Arendt διαπιστώνει στην επίσκεψη της στην Γερμανία το 1950 παρατηρώντας τους ανθρώπους – πως κανένας δεν φαίνεται να είχε υπάρξει ως εθνικοσοσιαλιστής. Η Arendt περιγράφει την ψυχική κατάσταση των γερμανών ως μια ιδιόμορφη μίξη ανάμεσα σε άρνηση της πραγματικότητας και μια στάση που υποδηλώνει μια εξαιρετική αποδοχήτης. Σχολιάζει έναν ‘’τυφλό ψυχαναγκασμό’’ των γερμανών που τους οδηγεί να είναι ‘’διαρκώς απασχολημένοι’’( Arendt 1950, S. 35).


Επίσκεψη στη Γερμανία


Αυτή η έντονη δραστηριότητα, η συνεχής απασχόληση συνέβαλε στα τεράστια επιτεύγματα της ανοικοδόμησης και του οικονομικού θαύματος. Όμως ταυτόχρονα έγινε το βασικότερο όπλο τους σε μια πορεία ζωής η οποία εναντιώθηκε στην πραγματικότητα. Όποιος βρίσκεται συνεχώς απασχολημένος με κάτι δεν έχει τον χρόνο να αναρωτηθεί πάνω στην προσωπική του ιστορία.

Η Arendt εντυπωσιάζεται κυρίως από την έλλειψη συναισθημάτων και από το γεγονός πως τους αντιλήφθηκε ως ασυγκίνητους ενώπιον της εποχής των ναζί και τους μαζικούς φόνους που διεπράχθησαν. Η ψυχαναλυτική κατανόηση αυτού του φαινομένου της έλλειψης συγκινήσεων και συναισθημάτων στηρίζεται σε έναν μηχανισμό άμυνας που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε από-πραγματοποίηση του παρελθόντος (Derealisation).


Όποιος από-πραγματοποιεί αυτό το κομμάτι της ζωής του στο οποίο ο ίδιος βρέθηκε κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό, οδηγείται στο να το θεωρήσει κατόπιν εορτής ως μη γενόμενο. Οι ταυτίσεις με τον Χίτλερ και την διδασκαλία του γύρω από τις φυλές και τον λαό του, η αντίληψη των εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων και η συμμετοχή σε αυτά εξαφανίζονται από την συνείδηση όπως ένα κακό όνειρο μετά την αφύπνιση.

Ο Χίτλερ, το χιλιόχρονο βασίλειο, τα έξι εκατομμύρια δολοφονημένων εβραίων – όλα μόνον ένα όνειρο; Πολλοί γερμανοί δεν βίωσαν το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν ως κομμάτι της προσωπικής τους ιστορίας και της ταυτότητας τους. Αλλά ως κάτι που συνάντησε αυτούς και το έθνος τους ερχόμενο από κάπου έξω από αυτούς. Είδαν τους εαυτούς τους ως θύματα αλλότριωνδυνάμεων: αρχικά των κακών εβραίων, στην συνέχεια των κακών ναζί και τελικά των ρώσων. Σε κάθε περίπτωση το κακό τοποθετείται έξω από αυτούς. Αναζητείται ‘’έξω’’ και πρόκειται για μια κακή συνάντηση που συνέβη ερήμην τους.

(Mitscherlich 1967, S. 60)Με αυτόν τον τρόπο εξαφάνισαν εκ των υστέρων τις αμφιβολίες που γεννήθηκαν μέσα τους γύρω από την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού. Αμφιβολίες σχετικές με τα συναισθήματα, το πράττειν και την σκέψη τους εκείνης της περιόδου. Αυτές οι αμφιβολίες θα μπορούσαν να ξυπνήσουν μέσα τους αισθήματα ενοχής και ντροπής. Η Hanna Arendt και στην συνέχεια οι Alexander και Margaret Mitscherlich αντιλήφθηκαν την άμυνα ενώπιον μιας συναισθηματικής, αυτό-στοχαστικής και υπεύθυνης αντιπαράθεσης με την προσωπική ιστορία – ως μια προσπάθεια να κατασταλεί οποιαδήποτε αμφιβολία και να αποφευχθούν αισθήματα ενοχής και ντροπής. Αλλά όχι μονάχα αυτό. Μια κεντρική συνθήκη αυτής της αμυντικής ψυχικής διάταξης ήταν ‘’η ανικανότητα ή ακόμη και η άρνηση του πένθους’’ (Arendt 1950, S. 24).


Η ανικανότητα για πένθος

Το πένθος είναι μια συναισθηματική αντίδραση που κατά κανόνα ακολουθεί την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή ενός ιδιαίτερα σημαντικού ιδεώδους. Περνώντας μέσα από το πένθος ο συναισθηματικός δεσμός με τα αγαπημένα ‘’αντικείμενα’’ επιλύεται σταδιακά. Για να μπορέσει κανείς να αποδεσμευτεί συγκινησιακά από την ταύτιση του με τον Χίτλερ καθώς και από μια αυτοεικόνα που συνυφαίνεται με τον ‘’ανώτερο άνθρωπο’’ – το πένθος είναι αναγκαίο.

Πράγματι, για να αποδεσμευθεί κανείς σταδιακά από αυτούς τους δεσμούς, οφείλει να θυμηθεί. Όποιος δεν μπορεί να θυμηθεί αλλά αντίθετα αποκόπτεται από την συνείδηση της ιστορίας του – δεν είναι σε θέση να πενθήσει. Η σημαντικότερη γνώση που ανέδειξαν οι MItscherlich είναι το ότι η συναισθηματική αποδέσμευση πολλών γερμανών από τις εθνικοσοσιαλιστικές ταυτίσεις, τα ιδεώδη και τις αντίστοιχες θεωρήσεις του κόσμου – ουσιαστικά δεν συνέβη. Το τρομακτικό σε αυτήν τηνιστορία είναι πως αυτές οι ταυτίσεις όπως και η αίσθηση να ανήκουν σε ένα έθνος που αποτελείται από ‘’κυρίαρχους’’, παρέμειναν ασυνείδητα και ως εκ τούτου ενεργά.


‘’ Κάποτε υπήρξε ακόμη κι ένα τέτοιο βλέμμα’’

Η άμυνα ενάντια στην ενασχόληση με την προσωπική ιστορία καθώς και με τα πρότυπα που συνδέθηκαν με αυτήν, η τάση να αναζητούνται όλα τα δεινά έξω από τον εαυτό και το έθνος που ανήκουμε – είναι κάτι που ανακαλύπτουμε και στις οικογένειες πολλών εθνικοσοσιαλιστών: Αισθήματα ενοχής και ντροπής, πένθος και αμφιβολία σχετικά με τα συναισθήματα, την σκέψη και τις πράξεις κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού, βιώνονται από πολλούς γονείς μέσω της προβολής τους στον ψυχικό κόσμο των παιδιών τους.

Ως κάτι που έχει να κάνει πρωταρχικά με το παιδί και την συμπεριφορά του και όχι με την ιστορία των γονιών του. Στα μάτια τους ενσάρκωναν τα ίδια τα παιδιά τους, εκείνες ακριβώς τις εκδοχές του εθνικοσοσιαλισμού που οι ίδιοι οι γονείς αρνήθηκαν να αντιληφθούν ως μέρος της δικής τους προσωπικής ιστορίας.Μετά το τέλος του πολέμου και της εθνικοσοσιαλιστικής διακυβέρνησης τα πράγματα θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα στενάχωρα για τα παιδιά σε πολλές γερμανικές οικογένειες.

Υπήρξαν σημεία στην ιστορία αυτών των γονιών, τα οποία τα παιδιά όφειλαν να μην αγγίζουν και ακριβώς για αυτό ήταν αναγκασμένα να περιστρέφονται γύρω από αυτά. Οι γονείς αισθάνονταν εύκολα την πρόκληση μέσα από τις ερωτήσεις που τους απεύθυναν και αντιδρούσαν όχι μόνο σιωπώντας, αλλά και με απειλές βίας ή πραγματική βία. Ο Rommelspacher διηγείται για μια οικογένεια στην οποία όταν τα παιδιά διατάρασσαν την οικογενειακή γαλήνη εισέπρατταν λακτίσματα ‘’κάτω από το τραπέζι’’. Μια κόρη διηγείται πως κάποιες στιγμές αρκούσε μόνο ένα βλέμμα για να τα εξαναγκάσει σε μια επιστροφή στην αφοσίωση στους οικογενειακούς κανόνες αντιμετώπισης του παρελθόντος (Rommelspacher 1995, S. 93).


Τα παιδιά αυτά για να προστατευθούν από την επιθετικότητα των γονιών τους και να κερδίσουν την αγάπη τους, ανέπτυξαν ένα αισθητήριο που τα καθοδηγούσε στο πώς όφειλαν να συμπεριφέρονται μέσα στην οικογένεια όταν ετίθετο το ζήτημα της οικογενειακής ιστορίας. Αυτό συνέβαινε ακόμη και όταν τα παιδιά δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το πώς αισθάνθηκαν, τι σκέφτονταν και τι έπραξαν οι γονείς στην περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού.

Έτσι πολλά παιδιά των θυτών, αυτών που συμπορεύτηκαν και αυτών που παρέμειναν να παρακολουθούν τα εγκλήματα του εθνικοσοσιαλισμού μένοντας αμέτοχοι – ανέπτυξαν δικές τους συναισθηματικές και ηθικές συγκρούσεις γύρω από το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν, οι οποίες στην πραγματικότητα προέρχονταν από την ιστορία των γονιών τους:Όταν παρά τις προσπάθειες τους να εξαφανίσουν τα ενοχικά και ντροπιαστικά κομμάτια της οικογενειακής ιστορίας, αυτά επανέρχονταν – αισθάνονταν τότε τα ίδια ντροπή κι ενοχή. Από αυτήν την οπτική γίνεται ίσως πιο κατανοητό γιατί αντιλαμβάνονταν τους γονείς τους ως αθώα θύματα του πολέμου και της αιχμαλωσίας και όχι ως πιθανούς θύτες κι ενόχους.

Η έντρομη παράσταση, που συνοδεύεται από αισθήματα ενοχής και ντροπής, πως οι γονείς είναι πιθανό να συμμετείχαν σε βίαιες πράξεις και φόνους, στην καταδίωξη κι εξόντωση των εβραίων – οδηγεί στο να προκύψει σε πολλές οικογένειες ένα συμβόλαιο σιωπής γύρω από αυτές τις στιγμές της οικογενειακής ιστορίας.


Βέβαια τα παιδιά ασυνείδητα διαισθάνονται πως οι γονείς αποσιωπούν πράγματα και κρατούν μυστικά που συνδέονται με τον εθνικοσοσιαλισμό. Τέτοιες διαισθήσεις και φαντασιώσεις μπορεί να εμφανιστούν παραδειγματικά στα όνειρα.

Ολόκληρο το άρθρο [Tabu und Heldenmythen] στο ΙΩ21


Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Μετάβαση στο περιεχόμενο