Γκόγκες από παράδοση
Έχοντας τη λευκή σελίδα εμπρός μου, στριμώχνοντας τους νευρώνες μου στη γωνία προκειμένου να θυμηθούν ό,τι έχω περάσει τρώγοντας γκόγκες, να αυτο-αναλυθώ για να βγάλω τα εσώτερα του ασυνείδητου Εαυτού μου (ναι, για ένα πιάτο γίνονται όλα αυτά) αναρωτήθηκα πως θα ξεκινούσα να περιγράφω αυτό το πιάτο που το τρώω από παιδί χωρίς να γίνω υπερβολική και να μπω κατευθείαν στο θέμα, χωρίς εισαγωγικά.
Ίσως να ξεκινήσω σκέφτηκα με το τι είναι οι γκόγκες πρώτα απ’ όλα και ύστερα να περάσω σε λεπτομέρειες για τα υλικά του και τα περαιτέρω.
Θέλησα αυτή τη φορά να το κάνω πιο παιχνιδίστικο το κείμενο, ξεκινώντας την περιπέτεια του εν λόγω πιάτου μιλώντας -χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιώ- γενικά για τα συστατικά του, τις πρώτες ύλες, τα αγαθά που το «προικίζουν» και επίσης δίχως να αναγκαστώ να προσθέσω το ωραιοποιημένο λεξιλόγιο για να το περιποιηθώ δεόντως. Γράφοντας στη σειρά προτάσεις πλημμυρισμένες λίγδα και σάλτσα που προκαλούν …τις σιελογόνους αδένες, με τέτοιον τρόπο που πριν ο αναγνώστης το δοκιμάσει να το έχει «φάει» με τα μάτια από τις φωτογραφίες και τις λέξεις με τα κοσμητικά επίθετα. Σε αυτή την περίπτωση, εγώ Θα ήθελα να δώσω ένα πιάτο που μπορεί κανείς να το ανακαλύψει ακόμη και χωρίς φωτογραφία. Σκέφτηκα να δώσω απλά έναν τρόπο, έστω.

Στοιχεία για την ιστορία της διατροφής μας, την παράδοση της ελληνικής μαγειρικής και τις τοπικές κουζίνες θα βρείτε και στο βιβλίο Γαστρονομικά ταξίδια στη μαγειρική της Πελοποννήσου, από Orange guideBooks
Τι θα έκανε αλήθεια ένα μοναχικό πιάτο αν δεν υπήρχε η φωτογραφία και τα υλικά του απλωμένα στο τραπέζι διαλυμένα εις τα εξών συνετέθη (όπως η σύγχρονη food art ορίζει);
Για εμάς σημασία πρωτίστως έχει πως το μετέδωσαν (όπως από στόμα σε στόμα, χωρίς γραπτή παρακαταθήκη) οι νοικοκυρές μέχρι να το φτάσουν στη κουζίνα του σήμερα και να το προσφέρουν οι –παραδοσιακές-κατά-τα-άλλα-ταβέρνες ακολουθώντας την αυτολεξεί και κατά γράμμα – by the book συνταγή ;
Πόση αντοχή έχουν τα υλικά του συγκεκριμένου πιάτου; Οι ντομάτες πχ. παύουν να παράγονται στην ύπαιθρο και ωριμάζουν σε θερμοκήπια (θερμοκοιτίδες).
Τα κοπάδια είναι ακόμα ελευθέρας βοσκής στην Ελλάδα, για τις πόλεις και τα νησιά το Καλοκαίρι επαρκούν;
Και άλλα, όπως,
που αποτυπώνονταν οι παλιές συνταγές (όσες έχουν γραφτεί γιατί η προφορική παράδοση έχει κύριο ρόλο εδώ) εκτός και αν ο αλφαβητισμός επιτρέπει να περνούν στο τετράδιο συνταγών από μάνα σε κόρη κι από κόρη σε θυγατέρα; {σημαντική πηγή συνταγών και λαϊκής παράδοσης υπήρξαν οι Σχολές Οικοκυρικής, όπως της Τεγέας και Νεμέας}.
Πότε αλήθεια έφτιαχναν την συνταγή; Κάθε πιάτο είχε την εποχή του – σε γενική ομολογία στο παρελθόν ναι, σήμερα όμως όχι πάντα. Αναφορικά με τα προϊόντα που παρήγαγε ο τόπος προέκυπταν και οι συνταγές. Χωρίς αυτό να είναι απόλυτο, δεδομένου ότι οι άνθρωποι κατά καιρούς ήταν νομάδες και ταξίδευαν μεταφέροντας τεχνικές και φυτεύοντας τα δικά τους δέντρα και οπωροκηπευτικά, μέχρι όμως να αποκτήσουν επάρκεια τροφής αναγκάζονταν να συμβιβαστούν με ό,τι τους πρόσφερε η φύση …
Αν τα μαγειρικά σκεύη λένε το μυστικό στη χαμένη συνταγή, εκάστοτε του πιάτου, δίχως τσουκάλι ή εστία πως θα μαγειρευόταν ακόμη και τα πιο «αυθεντικά» πιάτα; Η σύγχρονη ανοξείδωτη κατσαρόλα, ή ένα σύγχρονο, γαλλικού τύπου, μαγειρικό σκεύος, όπως αυτές που βρίσκονται στις κουζίνες των gourmet restaurant, πόσο μπορεί να ταυτιστεί με εκείνα τα μπρούτζινα ή τα πυρίμαχα κεραμικά μαγειρικά σκεύη πάνω στο τρίποδο της φωτιάς;
Με ποιες αλήθειες θα συντάξω τη δική ξεχωριστή ιστορία της γκόγκας;
Γιατί μιλάμε συνήθως για τοπικές κουζίνες, παραδοσιακά πιάτα, συνταγές της γιαγιάς, μαγειρικές του τόπου, μαγειρική κουλτούρα κοκ.; Αναμασώντας ένα τεχνικό λεξιλόγιο λειτουργούμε πολλές φορές ως μηχανοδηγοί αμαξοστοιχίας που έχουμε δίπλωμα αλλά το οδηγούμε για πρώτη φορά.
Αυτό το πιάτο λοιπόν κατέληξα, δεν έχει θάλασσα, ούτε αποπνέει αέρα πελαγίσιο, δεν σφύζει από βοτανικότητα, ωστόσο έχει τα βότανα και μυρωδικά του, ούτε και μπορούμε να υποστηρίξουμε πως ταιριάζει άριστα με συγκεκριμένο κρασί δεδομένου ότι οι παλιοί μπορεί να το έπιναν είτε με κόκκινο ή και με λευκό κρασί (παρότι σίγουρα ταιριάζει ο ερυθρός οίνος) ανάλογα την περιοχή και την αμπελοκαλλιέργεια. Έχει βουνό και κάμπο πάντως, χωριάτικο αέρα, μποστάνι και βιομηχανικό πελτέ, ρίγανη βουνού και θυμάρι πλαγιάς…Έχει κανέλα και γαρύφαλλα (έτσι όπως θέλω να το θυμάμαι) από τα Εδώδιμα και Αποικιακά.
Tι άλλο έχει: Έχει μνήμες μέσα του, χαμογελάει κάπου κάπου, δοκιμάζεται από την σκληρή ζωή και κατά τη μία το μεσημέρι της Κυριακής ακούγεται η φωνή που λαχταρούμε να λέει «το τραπέζι είναι στρωμένο, περάστε να φάμε».
Που μπορείτε να γευτείτε γκόγκες;
στην Αργολίδα:
στο Ναύπλιο, στο Άργος, στα χωριά πέριξ της Αργοναυπλίας, στα ορεινά της χωριά του Άργους και στον Αχλαδόκαμπο.
Πως μαγειρεύεται το συγκεκριμένο πιάτο;
Συγκεντρώνοντας διάφορες συνταγές θα προσπαθήσουμε να καταλήξουμε στα κοινά τους σημεία.
Μπορείτε να ανεβάσετε εδώ τη δική σας συνταγή.
Αφήστε μια απάντηση