fbpx

3 στην 9η

Τα φτερά των αγγέλων

Wings of desire

Der himmel uber Berlin (’87)

Σκηνοθεσία: Wim Venders

Σενάριο: Peter Handke μαζί με τον Ρίτσαρντ Ρέιτινγκερ και Wim Venders

Μουσική: Γιούργκεν Κνίπερ, Nick Gave & The bad seeds

Φωτογραφία: Ανρί Αλεκάν

Πρωταγωνιστούν: Μπρούνο Γκαντς, Σολβέιγ Ντομαρτέν, Οτο Σάντερ, Κουρτ Μπουά, Πίτερ Φολκ

Ο ΘΩΡΑΚΑΣ. Ξεκινώντας -in media res- μια πανοπλία πέφτει από τον ουρανό και η ταινία του Βιμ Βέντερς γίνεται έγχρωμη. Η πτώση σημαίνει την ελευθέρωση του αγγέλου σε άνθρωπο και λαμβάνει χώρα κατά μήκος του Τείχους του Βερολίνου, μπροστά στα μάτια των φυλάκων. Με τη μεταμόρφωσή του σε άνθρωπο ο θεός ίσως του πέταξε την πανοπλία, αλλά ο πρώην άγγελος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα της ανθρωπότητας και χαίρεται με τις ανθρώπινες συνήθειες· σαν να τις ζήλευε στην προηγούμενη υπόστασή του. Ένας ζεστός καφές το χειμώνα κι ένα τσιγάρο είναι μια συμβολική πράξη, ένα σημαίνον και σημαινόμενο για τον κινηματογράφο ως γλώσσα.

Ο ΕΡΩΤΑΣ. Αυτός τον μεταμόρφωσε, διέρρηξε τα ιμάτιά του, ή θέλησε απλά να αλλάξει για να δει πως είναι ν’ αγαπά ως άνθρωπος; Αν ο έρωτας υπήρξε αιτία, η αιτία είναι το αποτέλεσμα κάποιας θεϊκής θέλησης που απαντά σε μια ανθρώπινη επιθυμία, μια μικρή θέωση προκειμένου να εκπληρωθεί μια χάρη: να γίνει πραγματικός άντρας για να την αγαπήσει κι ας μην ξέρει αν το ερωτικό αντικείμενο του πόθου τον αγαπά το ίδιο (μπορεί κι αυτή να υπήρξε άγγελος άλλωστε). Το κάλεσμα στην Εδέμ θα της σταλεί με ονειροπόληση· ξέρουν άλλωστε οι άγγελοι από αυτά.

ΧΡΩΜΑΤΑ. Ο έκπτωτος συμβολικά πέφτει εντός των Τειχών. Ζωγραφισμένα γκράφιτι παντού τον προσκαλούν στο κόσμο των χρωμάτων, της ζωής, των αισθήσεων, γιατί μάλλον τα στερούνταν πριν (να έχει τόσες άλλες χάρες κι αυτός να ζητάει γήινες αισθήσεις). Μπορεί ούτε καν να γνωρίζει σε ποια πλευρά του Τείχους βρέθηκε, αλλά τι σημασία έχει! Το Τείχος χώριζε το ανατολικό με το δυτικό Βερολίνο όταν γυριζόταν η ταινία. Οριακά το πρόλαβαν στο σενάριο αφού λίγα χρόνια μετά, το 1989, το Τείχος θα έπεφτε και ο Σοσιαλ-Κουμμουνισμός θα φορούσε καινούργια άμφια, δεν θα ήταν ποτέ ίδιος.

ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Εκεί γνώρισε την χορεύτριά του. Το περιοδεύον τσίρκο σταθμεύει στην αλάνα που παίζουν παιδιά. Ο κρατήρας από τη βόμβα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

είναι ακόμη (σημειολογικά) εμφανής. Στο ίδιο σημείο ο πόλεμος σταματά, θα διαλύσει την παντοδυναμία του Γ’ Ράιχ και η τραυματισμένη από παντού πόλη θα πρέπει να αναγεννηθεί, μαζί και οι πολίτες του.

ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ. Στην αρχή της αφήγησης οι άγγελοι αιωρούνται, από τα πιο γλυκά συναισθήματα που βιώνει κανείς είναι νομίζω η παντοδυναμία όταν ίπτασαι (το έχει αποδώσει ουκ ολίγες φορές ο κινηματογράφος). Οι άγγελοι αιωρούνται και παρατηρούν. Μπαίνουν στα σπίτια. Στέκονται στο προσκέφαλο ανθρώπων που βρίσκονται σε απόγνωση, δίπλα σε νεαρά άτομα και μικρά παιδιά. Οφείλουν, τουλάχιστον αυτά, να τα προστατεύσουν για χάριν της αιωνιότητας. Αφουγκράζονται τα μυστικά και αποτρέπουν, όσο «περνά από το χέρι» τους, αφού η άυλη υπόστασή τους δεν μπορεί να εμποδίσει τον επίδοξο αυτόχειρα… Βλέπουν, όλα όσα οι γήινοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να σηκώσουν το κεφάλι για να δουν.

Ο άγγελος θυσίασε την αθανασία του για την ταπείνωση του έρωτα.

Ένας ηλικιωμένος άντρας αναπολεί τη ζωή του πάνω στο αναγνωστήριο μέσα στη κεντρική βιβλιοθήκη, ανάμεσα στα βιβλία συγκινείται για τη ζωή που πέρασε ή δεν έζησε και οι φωτογραφίες του ξυπνούν μνήμες Ολοκληρωτισμού. Την ίδια στιγμή της ταπείνωσης του ανθρώπου μπροστά στο γήρας και τον χρόνο, μόνο μικρά παιδιά αναγνωρίζουν τους αγγέλους βλέποντάς τους κρεμασμένους κάπου ψηλά. Να γίνονται περισσότερο ταπεινοί όσοι μπορούν και κοιτούν από χαμηλά και ευγνωμονούν τους αγγέλους; Όσο υπάρχουν άγγελοι ακόμα.


Τρία χρώματα για μια ταινία

Κατερίνα Γραμματικού

Αν ψάχναμε στα χρώματα να συμβολίσουμε αξίες και ιδεώδη, το τρίπτυχο που ξεδιπλώνει ο πολωνός σκηνοθέτης Κριστόφ Κισλόφσκι αρκούσε.

Ραμμένη πάνω σε patchwork σημαίας, κάθε χρώμα και ταινία, κάθε ταινία και μια αξία, συμβολισμοί πολλοί.

Στο χρώμα της φωτιάς, του πάθους και του θυμού, της πάλης των τάξεων και της αριστεράς, της επανάστασης, το κόκκινο πανί, η αντίθεση στο κιαροσκούρο.

Στο κόκκινο η αδελφοσύνη θέλει να κατακτηθεί.

Στο μπλέ της πορσελάνης, της ηρεμίας, του απέραντου χαλάζιου, της μπλε ώρας της ημέρας λίγο πριν χαθεί το φως, υπαρασπίζεται την ελευθερία, την συναισθηματική, πολιτική, κοινωνική. Ακόμα και στα μπλε η εσωτερική μάχη με τον εαυτό φαίνεται όντως πιο δύσκολη απ’ ότι με τους άλλους. Απαιτεί τεράστια δύναμη για να σηκωθείς μετά από μια προσωπική καταστροφή, από το ατέλειωτο βάσανο της αγάπης. Υπάρχει ωστόσο πάντα η ελπίδα κι ο δρόμος της μοναξιάς ως λύτρωση, όσο κι αν προτιμάται κάποιες φορές, ματαιοπονεί μπροστά στην επικοινωνία. Αλήθεια, πόσο ανάγκη υπάρχει στο να παραμένουμε συνδεδεμένοι;

Θέλω να ανήκω, να είμαι.

Τότε, όταν η τριλογία έπαιρνε σάρκα και οστά (’93-’94), η συνθήκη του Μάαστριχ (1992) δυνάμωνε τα ντεσιμπέλ του Ευρωπαϊκού Ιδεώδους με τη μουσική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όταν η μουσική προσομοιάζει με τον συνθετικό ιστό μιας κοινωνίας). Η ανάγκη να είμαστε σε επικοινωνία ολοένα και δυναμώνει από τότε.

Λίγο αργότερα ήταν, που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (και τα δίκτυα γενικά) θα ανέτρεπαν κάθε προσδοκία.

Μεταξύ των πολλών ερωτημάτων που τίθενται στις ταινίες είναι και το πόσο κοντά είναι το αναπόφευκτο της απάτης .Το απαντά στην κόκκινη ταινία με την ύπαρξη ενός περίεργου τύπου (πρώην δικαστή) που η περιέργεια να θέλει να μάθει τον κάνει να κρυφακούει. Είναι στα αλήθεια ένας ηδονοβλεψίας που δεν αντιστέκεται στη δύναμη που του ασκεί το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του. Αν είναι έγκλημα αυτό που κάνει, τότε στις μέρες μας το να έχεις κατάματα τόση βία και αίμα και να μην παρεμβαίνεις, τι είναι;

Ποια η ευθύνη, αντίστοιχα, από τις επιπτώσεις μιας οικολογικής καταστροφής, αν κάθε συμπτωματικό γεγονός δηλώνεται ως τυχαίο; Η ιστορία θα επαναλαμβάνει τον εαυτό της χωρίς εμάς;

Στην λευκή πτυχή της τριλογίας ένας πολίτης (προερχόμενος από κομμουνιστική χώρα) διεκδικεί την ισότητα στη χώρα του φωτός. Αναζητά επίσης την αγνότητα, την ειλικρίνεια, την ασφάλεια στην συντροφιά, μια δική του πίστη, αλλά γνωρίζει τον φόβο στη συζυγία, την εγκατάλειψη και την ένδεια, το τι σημαίνει να μην έχεις τίποτα.

Η τριλογία παραμένει αειθαλής. Έχει ενιαία γραμμή και πατάει στο όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που με την σειρά της πατάει στο Διαφωτισμό, στη Γαλλική επανάσταση, στους αγώνες ενάντια στον φασισμό και τον ολοκληρωτισμό, στα ιδεολογικά (και καλλιτεχνικά) ρεύματα ανά εποχή. Μοιάζει με κάθε σημαία σαν αυτές που κραδαίνουν μαχητές και υπερασπιστές των αξιών στο πέρασμα της ιστορίας. Από τη μια αποτελεί σύμβολο εξουσίας και ισχύος. Την ίδια στιγμή από αντικείμενο μνήμης εύκολα χρησιμεύει σε λάβαρο εξέγερσης. Κι αυτό δεν το θέλουμε πάντα. Στις μέρες μας ιδίως, που οι σημαίες ανεξαρτησίας επιστρέφουν, ως μια τάση εναντίωσης με τα καθεστώτα που αμφισβητούνται, θα ψάχνουμε σε κάθε κόχη και αγκωνή να βρίσκουμε σημάδια και λεκέδες που τις δικαιώνουν.


Η (Θεία) δίκη δεν υπάρχει

Ο παράδεισος της καθημερινής ζωής, η Αγία Καθημερινότητα που παράγει ποιητές και λογοτέχνες, μπορεί αναπάντεχα να μετατραπεί σε κόλαση.

Είμαι η ζωή που θέλουν να ζήσουν…

Οι ταυτίσεις εξανεμίζονται όταν ένας απλός υπάλληλος οδηγείται στον ανακριτή κι έπειτα στο δικαστήριο μέχρι την οριστική του εξαφάνιση.

Ο Γιόζεφ Κ. του Φραντς Κάφκα (19 ) όπως παρουσιάστηκε στην ταινία του Όρσον Ουέλς (Τhe Trial , 1962) καθώς επίσης και στο διασκευασμένο θεατρικό από τους Ζιντ-Μπαρρώ,    είναι ένας κοινός άνθρωπος που του προσάπτουν αβάσιμες κατηγορίες, τον φορτώνουν ενοχές γιατί κάπου έσφαλε. Δίχως να έχει αδικήσει είναι ένας απατεώνας, δίχως να μπει φυλακή ζει σαν έγκλειστος. Ο ορθολογισμός δεν υπακούει στους ανόητους ισχυρισμούς  του περί «αθωότητας του κατηγορούμενου», ενός κατηγορούμενου χωρίς κατηγορία. Το λαβυρινθώδες παράλογο οδηγεί τον «ένοχο» στην παράνοια, μέχρι το σημείο (ίσως να το επιζητά κιόλας) να θέλει την τιμωρία του (αναλαμβάνοντας έτσι την ευθύνη και παύοντας να βιώνει πόνο/οργή). Ανεπαρκείς και αβάσιμες ενοχές τον βαραίνουν- μήπως έχει παραλείψει κάποιο αδίκημα;- ενώ οι άλλοι ζουν τη ζωή μέσω της ζωής που θέλουν να ζήσουν. Το σύνδρομο της ενοχής είναι η κατηγορία του ίδιου του εαυτού ως κολάσιμη πράξη από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει.

Η θέληση και η βούληση εξασθενούν στο βωμό της ευνομίας, της νομιμότητας, της ορθολογικής τάξης πραγμάτων. Ο Γιόζεφ, όπως κάθε Γιόζεφ Κ. γίνεται ο «ένοχος» του συστήματος διανομής προνομίων, δικαιωμάτων και πόρων, στο ίδιο που αποτελεί αναπόσπαστο μέλος, μα όταν ζητά δικαιοσύνη καλείται «να πληρώσει» προκειμένου να διορθωθούν ορισμένες ατέλειες. Καθώς νικιούνται και οι τελευταίες αντιστάσεις του φτάνει να συναινεί μπρος στην υπερδύναμη –τους ανίκητους θεσμούς, την εξουσία. Η εξουσία που συντηρεί τον αποδυναμώνει και η διεκδίκηση των δικαιωμάτων συνθλίβεται από σκέψεις ανεπάρκειας.

Κατερίνα Γραμματικού

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο