fbpx

Aρχαία Ασίνη

Καστράκι, η ακρόπολη της Ασίνης

Αγναντεύοντας το Τολό μέσα απο το Κάστρο της αρχαίας Ασίνης

Σημείο γνωστό για κολύμπι, αφού η θάλασσα από κάτω από τα αρχαία τείχη είναι διάφανη, σχεδόν γυάλινη.

Ασίνιοι οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής εδώ.

«Τζαφέραγα» η ονομασία της περιοχής επι Τουρκοκρατίας.

Η ομηρική Ασίνη βρίσκεται χτισμένη στο λόφο της Μπαρμπούνας.

Μυκηναϊκή πόλη η Ασίνη.

εντός της αρχαίας ακρόπολης
εδώ υπήρχε αρχαίο πιεστήριο

Πρωτοκατοικήθηκε πρωτοελλαδική περίοδο 3η χιλιετία π.Χ.

Κατάλοιπα του οικιστικού λατρευτικού και ταφικού χαρακτήρα της πόλης υπάρχουν εντός αρχαιολ. Χώρου και στα Μουσεία Ναυπλίου και Σπετσών.

Η χερσόνησος Καστράκι προβάλλει στον κόλπο του Τολού και της Πλάκας Δρεπάνου. Δυο καταπληκτικές παραλίες, κοσμικές –ιδιαίτερα αυτή του Τολού- και καθαρές. Η περιοχή είναι αναπτυγμένη τουριστικά απο δεκαετίες.

Ανασκαφές της Σουηδικής αρχαιολογικής εταιρίας (1922-1930)

Στο Β’ ΠΠ εγκαταστάθηκαν εντός της ακρόπολης ιταλικά στρατεύματα καταστρέφοντας μέρος από αρχαία κατάλοιπα.

Στο λόφο της Μπαρμπούνας η αλλοτινή Μυκηναική ακρόπολη της αρχαίας Ασίνης χτίστηκε πάνω στην χερσόνησο για να κατοικηθεί από Ασίνιους.

Στην Ομηρική αναφορά, πλοία μυκηναϊκά και Αργείων, έφυγαν από το λιμάνι για να επιστρατευτούν στον απόπλου για την Τροία.  Με έναν σκοπό, όπως ο μύθος ήθελε:  να εκδικηθούν για την χαμένη τιμή μιας γυναίκας, αφού ένας Τρώας πρίγκιπας θέλησε να αρπάξει, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

Κι ένας έλληνας ποιητής μας, ο Σεφέρης, πάνω σε μια πέτρα στην Ασίνη κάθισε κι έγραψε για τον βασιλιά της Ασίνης «Ασίνην τε».

Από το αλλοτινό αυτό λιμανάκι μεταφερθείτε στο ναυάγιο των Ιρίων. Πλοίο στην πορεία του προς Κρήτη και Κύπρο ναυάγησε νοτιοανατολικά του αργολικού κόλπου. Μέρος του φορτίου του καραβιού με αγγεία, όστρακα, οστά, ψευδόστομους αμφορείς λαδιού και κρασιού, πίθους Κύπρου εκτίθενται στο Μουσείο ιδιοκτησίας Μέξη, στις Σπέτσες.

Κόκκινος Βράχος, το θρυλικό μπαράκι που κοιτάζει το Καστράκι

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ


Ασίνην τε…

ΙΛΙΑΔΑ




Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο

αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα

πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού

μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.

Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά

στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας

στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις

πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα

χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος

και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.

Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα

κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύαμε δυο χρόνια τώρα

άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο

μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη

ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.

Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως

σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα∙

κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.

Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω από την προσωπίδα

παντού μαζί μας, παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:

«Ασίνην τε… Ασίνην τε…»

και τα παιδιά του αγάλματα

κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας

στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του

αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι∙

κάτω από την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους

ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας

ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι

μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:

ένα κενό παντού μαζί μας.

Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα

με σπασμένη φτερούγα

σκήνωμα ζωής,

κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει

με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού

κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο

κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει

ο χείμαρρος του ήλιου

με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.



Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται

υπάρχουν άραγε

ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις

αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες

υπάρχουν άραγε

εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα

και της φθοράς

υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής

εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα στη ζωή μας

αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με

την απεραντοσύνη του πελάγου

ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος

η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής

εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας

σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη

διάρκεια της απελπισίας

ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα

μες στο βούρκο

εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας

πίκρας παντοτινής.

Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας

κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη

χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:

«Ασίνην τε… Ασίνην τε…». Να ‘ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης

που τον γυρεύαμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη

αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.

Γιώργος Σεφέρης

Ασίνη, καλοκαίρι ’38 – Αθήνα, Γεν. ’40

από το βιβλίο Ο Βασιλιάς της Ασίνης

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Μετάβαση στο περιεχόμενο