fbpx

Πάσχα στο χωριό

Από παιδί το Πάσχα μου δήλωνε ερχομούς θείων αλλά και δάκρυα ξενιτιάς, πακέτα με το ταχυδρομείο, σοκολατένια κουνελάκια, κόκκινα αβγά, λαμπάδες της νονάς, λουστρίνια, κουλούρια με αμμωνία, τον κόμπο της γραβάτας του πατέρα, μανό για το τρύπιο καλσόν της μητέρας, απαγορεύσεις, νηστείες, ώρες ατέλειωτες εκκλησίας, μύρο και λιβάνι, αλλά και παιχνίδι, ξεγνοιασιά, κρίνα, φρέζες, πασχαλιές.

Με ξυπνούσε νωρίς ο έρωτας, εκείνος που σε μεγαλώνει, σε ψηλώνει, σε δαμάζει…

Συνηθίζω να ανάβω με σπίρτα το καντήλι και το τσιγάρο, για να έχω εκείνη τη μυρωδιά του σβησμένου κεριού με την καύτρα κολλημένη στα δάχτυλα.

Οι Μικρές Πλάνες είναι μια νουβέλα (το λένε και μυθιστόρημα) για τη Μεγάλη Εβδομάδα εκείνης της εποχής.

Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα ένεκα των ημερών.

“Κάθε Πάσχα περιμέναμε τη δική μας Ανάσταση. Η

προσμονή μας, εμένα και της ξαδέλφης Δανάης, μεγά-

λωνε όσο σκεφτόμασταν ότι θα πάμε στην εκκλησία

με τα καινούργια μας, τα σταλμένα με το αεροπλάνο

από τους «θείους» μετανάστες της Αμερικής σε ασυνό-

δευτα δέματα. Μέσα σε εκείνα έβαζαν κάθε λογής κα-

λούδια του μόχθου. Εκτός από μεταχειρισμένα ρουχα-

λάκια και κάτι χαβανέζικα πουκάμισα, που ντρεπόταν

να φορέσει ο Πατέρας, βρίσκαμε οδοντογλυφίδες και

οδοντόβουρτσες, οδοντόπαστες Colgate με στοματικό

διάλυμα (το οποίο χρησιμοποιούσαμε για κολόνια),

τσίχλες Brouklyn, χαρτομάντιλα, κουτάλες μαγειρικής,

τσιγάρα ΚΕΝΤ, ρολόγια χωρίς δείκτες και τόσα άλλα

δείγματα του άχθους της ξενιτιάς που έπαιρναν τη μορ-

φή ιερού συμβόλου, διατρανώνοντας τη φετιχιστική

πλευρά του αντικειμένου.

Οι «θείοι», έτσι τους αποκαλούσαμε, δεν είχαν όνο-

μα, αφού ήταν για εμάς τα πράγματα που έστελναν, εί-

χαν ξενιτευτεί. Ο καπιταλισμός και ο φιλελευθερισμός

στην τέλεια εφαρμογή του θα άρπαζε τα υγιή σώματα

και τα δυνατά μυαλά, προκειμένου να παράγει πλούτο.

Κι αυτό γινόταν πάντα, απόδειξη η Ιστορία που κατα-

γράφει και επαναλαμβάνει δίχως τελειωμό το ίδιο κοι-

νωνικό φαινόμενο.”

…………………………………………………………

“Με τη νηστεία και την προσευχή είχες μια περίεργη

όρεξη για συναισθήματα. Μέσα από τον Άμβωνα του

ιερού ναού πρωτοαντίκρισα τον αρχετυπικό μου Ορ-

φέα εγώ η Ευρυδίκη, στο Άβατο για τα θηλυκά τόπο,

εκεί όπου εμείς οι μικρότεροι κάναμε άσυλο. Μπορεί

να ασελγούσαμε μιμούμενοι τον σοβαροφανή ιερέα

και τον διάκονο, άλλοτε τον τρελό του χωριού, ή όταν

τραγουδούσαμε με τον δικό μας τρόπο τα Ευαγγέλια,

μα όλα ήταν μέρος του παιχνιδιού.

Τότε ήρθε… Σαν να μπήκε στο παιχνίδι αρχάγγελος,

μπερδεμένος με σύννεφα σε σμήνος αγγέλων μέσα.

Τον αναγνώρισα αμέσως, όπως γνωρίζει το βρέφος

τον φυσικό αέρα και τη χαρά ότι μπορεί μόνο του να

παίρνει οξυγόνο κι ας βγάζει ακόμα σάλια. Μπορείς να

αναβλαστήσεις από όποιο σκοτάδι βρεθείς, άμα δεις

τον έρωτα να σε κοιτάζει μες στα μάτια, όσο σου ρί-

χνει φως από ένα σύμπαν γεμάτο ήλιους, ν’ ανθίζεις, να

καρποφορείς μπορείς κι ας είσαι ένα ξερό αγριόχορτο

σε πέτρινη πλαγιά, που το δέρνει το φυγιό.

Τον γνώρισα εντός ναού, τον ράντισα η ίδια ως μυρο-

φόρα τον Ναζωραίο μου και από τότε ανυπομονούσα την

ώρα και τη στιγμή ν’ αναστηθώ. Μα η εκκλησία είναι τό-

πος απαγορευτικός για τα ένστικτα που ομολογούν χαρά,

όταν προέρχεται από σώμα ή όταν η ψυχή αγαλλιάζει.”

Εκδόσεις ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Μετάβαση στο περιεχόμενο