Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή…

Φυγή εμπρός δεν είχε, μόνο χορταστικό σκοτάδι. Ζερβά, δεξιά, χαραμάδα φωτός, άφαντη.
Δεν άργησε να πιστέψει για κείνο το σημείο, το άυλο κι όμως υπαρκτό’ ένα σημείο τόπος, νοητά σηματοδοτημένος, ανύπαρκτος ωστόσο στους άλλους, μετατρεπόταν συχνά, όλο και πιο συχνά τώρα τελευταία, σε πεδίο μάχης μέσα του. Ξεχώριζε καλά το υγρό μέλλον να πήζει στον χώρο, να γεμίζει απ’ άκρη σ’ άκρη το κελί. Κι έπειτα, το σκοτάδι ήταν που τον κορόιδευε. Τι ύπουλο που γινόταν το σκοτάδι, όμοια παγίδα τον γράπωνε.
Αγκαλιάζει γυμνός τις φαντασιώσεις ελευθερίας. Ανοίγει τα φτερά του κάπου κάπου και πετάει, σαν τότε που ιοντισμένα προϊόντα διέγειραν τοις αισθητήρες του.
Νόμιζε πως θα βγει άμα το θελήσει, αρκεί να το αποφάσιζε. Όσο αργοπορούσε θέριευε το δαιμόνιο που’ χε στα σπλάχνα του.
Κλειδιά, αυτό ήθελε; να δοκιμάσει να βγει ξεκλειδώνοντας; κι ας τους είχε ζητήσει να μην έχει τη δυνατότητα να βγαίνει όποτε θέλει; Αν καμιά κλειδωνιά, κανένα κλειδί δεν ταίριαζε; Το είχε δοκιμάσει και παλιότερα. Χάνονταν οι μήτρες σε τέτοιες περιπτώσεις από έλλειψη σπάνιου υλικού.
Συνέχισε να μετρά σημειώνοντας στο κενό τις μέρες της κόλασης. Μα κι όταν έγραφε, νόμιζε πως έσβηνε τον χρόνο που περνούσε – λες και σημαδεύει πουθενά τη βιάση του ο χρόνος.
Θα βυθιζόταν ξανά και ξανά στα όνειρα’ ασφαλής διέξοδος στη διαδρομή «Αλλάζω Μοίρα». Όσο γινόταν άλλος άνθρωπος, εκείνος που ήθελε να είναι, θα εξακολουθούσε να κοιμάται, μέχρις ότου ένας μικρός Θεός τον ξυπνήσει. Ας είναι και πόνος, να τον συνταράξει θέλει μόνο.
Υπολογίζει τις μέρες στο σκοτάδι και καταγράφει στο μυαλό του όλα εκείνα που έχουν μορφή τεράτων και φόβου. Ό,τι τον τρόμαζε: ράμφος γρύπα, ατσαλένια δόντια, στιλπνές δαγκάνες, μάτια πορφυρά… και ρώμη… τόση που δεν μπορεί να δεχτεί ότι υπάρχει και να είναι αυτός τόσο αδύναμος.
Άλλοτε, τα όνειρα γίνονται οπτασίες και μεταμφιέσεις: φλογίτσες σε καντήλια, πυγολαμπίδες σε φάρους, μισοσβησμένο κάρβουνο σε απανθρακωμένη φωτιά, πυρωμένα σίδερα.
Το φως νικά το σκοτάδι, σκέφτεται, ξανά και ξανά. Το κάνει μάντρα, παράκληση, δοξασία, να πιστέψει θέλει κάπου, ας είναι μόνο αυτό. Η Πίστη να γίνει απόδραση.
Συνηθίζει να αποκτά επιδεξιότητα νυχτερίδας. Βολεύεται με τα ανοιγοκλεισίματα των ματιών, ξεκλέβοντας του δοσομετρητή εναπομείναντες ποσότητες φωσφόρου.
Μπορεί και να συνήθιζε τελικά, όταν αισθάνθηκε αντηλιά να εισχωρεί στο αγεωμέτρητο παράθυρο – το άνοιγμά του δεν είχε σχεδιαστεί ακόμα. Αίφνης άκουσε τις πρώτες ιαχές να
εισβάλλουν από το ασημάδευτο εκείνο παράθυρο. Έχυναν κυβικά φωτός, τάγμα ολόκληρο τρύπωσε απλώνοντας ουρανό και θάλασσα στα πόδια του. Τρυπούσαν και εξευτέλιζαν το σκοτάδι, το άδειο τοπίο της Αβύσσου.
Άγγελοι του παρήγγειλαν πως έως ότου γονατίσει στον ήλιο ο θάνατος, θα πολεμούν για την ελευθερία της Ψυχής.
Ύστερα από μερόνυχτα μαχών θα αισθανθεί πως φεύγουν μαζί σκοτάδι και φως, σαν ένας πόλεμος να τέλειωσε δίχως νικητές, χωρίς χαμένους. Πως ήταν ευκαιρία τώρα να βγει κι αυτός έξω από το σώμα φυλακή του κι ας μην ταχθεί με τη μεριά κανενός.
Η μοναξιά είναι η κερδισμένη ελευθερία του να επιτηρείς τον εαυτό σου. η χειρότερη φυλακή που χτίζει μονάχος του κανείς. να παρατηρείς τον εαυτό σου.
” Ποια απόγνωση κρύβεται μέσα σε αυτά τα “με βλέπω, προβλέπω ;” αυτός ο άνθρωπος μένει μόνος και δεν υπάρχει πλέον σπίτι. Παιδί, ήταν πεπεισμένος για την ύπαρξη ενός φύλακα Αγίου ο οποίος διακριτικά, δίχως να φαίνεται, ξαγρυπνούσε για χάρη του. Και να που, σε αυτά τα Σαββατοκύριακα, ο επιτηρών και ο επιτηρούμενος είναι εξίσου μόνος στο άδειο σπίτι, το αφόρητα σιωπηλό, απέραντο, αίφνης, για το ξεκρέμαστο αγοράκι”.
απόσπασμα από το “Ελευθερία υπό επιτήρηση” , “Παράθυρα” Ζαν Πονταλίς εκδ. ΕΣΤΙΑ
Κείμενο στο ΙΩ21 , επιμέλεια Κώστας Σκαρπίδης