Πολιτιστική Αργολική Πρόταση

Η προσφώνηση της Κατερίνας Γραμματικού για το βιβλίο της Χρύσας Καρδαρά
“Φύλλα στον δυνατό άνεμο” στην Αργολική Πολιτιστική πρόταση.
Η Σοφία, η ηρωίδα του βιβλίου, είναι ένα νέο κορίτσι που ψάχνει. Τελείωσε το Πολυτεχνείο και τώρα περιπλανιέται σε αβαθείς ωκεανούς μ’ ένα Βιογραφικό Σημείωμα για κατάρτι και πορεία πλεύσης την εύρεση εργασίας. Έχει αμέσως αντιληφθεί πως τα «ακαδημαϊκά προσόντα» δεν είναι και… τόσο ...περιζήτητα τελικά. Συμβιώνει «αναγκαστικά» με τους γονείς της. Η εποχική παλινδρόμηση μετά την πρώτη αποδημία από την οικογενειακή φωλιά, για σπουδές, διαιωνίζει μια κατάσταση για μεγάλο διάστημα, εξαιτίας της έλλειψης εισοδημάτων και της συνεχώς μειούμενης αγοραστικής δύναμης του χρήματος. Παραμένουμε σε μια εποχή όπου προσποιητές ανάγκες, συμβόλαια και δόσεις ανισοσκελίζουν την ποιότητα ζωής. Πολλοί συνάνθρωποί μας εξακολουθούν όπως στην τελευταία κρίση που χάνουν αναπάντεχα δουλειές, σπίτια, υπάρχοντά ή να φεύγουν στο εξωτερικό. Η ζωή κύκλους κάνει. Γι’ αυτή την εποχή είναι γραμμένο το βιβλίο. Μια εποχή στην οποία χωρέσαμε τελικά. Μια εποχή που ο κόσμος κλείνεται, αγριεύει και βιαιοπραγεί. Οι οικονομίες παράγουν οικονομικά θαύματα αλλά και θύματα, κοινωνικά απροσάρμοστους, κλέφτες και αστυνόμους. Ο τρόμος της απόλυσης γίνεται εφιάλτης. Αόρατες απειλές τριγυρίζουν στο μυαλό. Πλασματικοί εχθροί μας πολεμούν. Στο βιβλίο μας, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσει τους ήρωές της η συγγραφέας, είναι μια εποχή που κανείς δεν διαβεβαιώνει ότι δεν θα ξανάρθει. Όπως η ζωή και η οικονομία, κύκλους κάνει! Το πλαίσιο σε αυτό το βιβλίο είναι οικονομικό, άρα κοινωνικό. Προσωπικά το είδα ως μία διαμαρτυρία, μια καταγγελία στην κοινωνική τάξη πραγμάτων. Όχι, η συγγραφέας δεν δέχεται ένα σύστημα διανομής και προνομίων όταν καθιστά ανήμπορο και άνισο τον αγώνα για τον άνθρωπο στην κοινότητά του. Η συλλογικότητα έχει αντικατασταθεί από ένα κράτος μαμούθ που επιβραβεύει προνομιούχους και ευφυείς της ανταλλακτικής οικονομίας, ενώ η ισότητα των φύλων, των ευκαιριών ενίοτε θολώνουν το τζάμι της ευημερίας. ΑΝ και η ισοκατανομή του πλούτου, ως αίτημα, έρχεται από παλιά, από τότε που οι ανταλλακτικές αξίες υπηρετούσαν τον αποθησαυρισμό προϊόντων και χρήματος, εξακολουθούμε να ευλογούμαι τους χορηγούς μας. Ποιος θα αποδώσει εν τέλει κοινωνική ευθύνη! Η Σοφία ψάχνει για δουλειά. Και ποια είναι η «νέα δουλειά» που επιθυμεί η ηρωίδα της ιστορίας μας, αν όχι μία «καλύτερη», με περισσότερα χρήματα και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, τουλάχιστον να ταυτίζεται με το αντικείμενο σπουδών της. Τι φοβάται όμως περισσότερο, την ανεργία ή την κοινωνική ευθύνη που της αναλογεί; Ποιος είναι αλήθεια ο άνθρωπος που δεν έχει δουλειά σήμερα; Πως θέλουμε να τον ονομάζουμε, πέραν από τους γνωστούς τίτλους αναγνώρισης: ανεπάγγελτο, άνεργο, ηττοπαθή, απροσάρμοστο, μήπως άχρηστο; Αντί να ξορκίζουμε όμως το τέρας της τεχνολογίας, παρότι γινόμαστε παντοδύναμοι σε μια επίδειξη θέλησης στον Δημιουργό μας, γιατί δαιμονοποιούμε τους ανέργους, υποκρύπτοντας ένα αναποτελεσματικό σύστημα! Η αδιάκοπη μηχανή παραγωγής δημιουργεί, πέραν της πληθώρας προϊόντων, και ανισότητα στις ευκαιρίες, ενώ κατασκευάζονται αστείρευτες ανάγκες που δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ. Ο Φιλελευθερισμός καλά κρατεί και κάπου μας αρέσει. Ο Τσάρλυ Τσάπλιν είναι η διαχρονική φιγούρα για να μας θυμίζει πόσα πράγματα παραμένουν μεταμφιεσμένα ίδια, έστω και διασκεδαστικά. Η συγγραφέας, με διηγηματικό τρόπο, υποδηλώνει εντέχνως τις πληγές του συστήματος στην οικονομική βάση της κοινωνίας. Η ανεργία δεν είναι αεργία, μετατρέπεται παρόλαυτά σε απραξία ή ανημπόρια και ενίοτε σε κατάθλιψη, μια μορφή ακούσιας απομάκρυνσης του ατόμου από το σύστημα παραγωγικής ανταμοιβής που σαν την υγρασία νοτίζουν το μυαλό μέχρι να το απονευρώσουν. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι φτιαγμένοι το ίδια. Όλοι πρέπει να φροντίζουμε να χωράμε. Γιατί όμως το άτομο στριμώχνεται όταν είναι να χωρέσει κάπου που θα το ανταμείψουν και θα αδειάσει τον χώρο όταν είναι να προσφέρει; Ανάμεσα στους ήρωες είναι και η απολυμένη μητέρα και η επιστροφή της στο σπίτι, μια άσχημη εικόνα στα μάτια του «ενήλικα παιδιού». Τα αρχέτυπα των γονέων εξουσιάζουν και αποδυναμώνονται ταυτόχρονα. «Το σπίτι ήταν άδειο, οι γονείς της έλειπαν και οι δύο στη δουλειά» ,γράφει η Χρύσα, δηλώνοντας ένα κανονικό συναίσθημα στο να λείπουν οι γονείς για δουλειές. Παρότι την μητέρα μας δεν την θέλαμε ποτέ δούλα, αν και υπήρξε ως υπηρέτρια ή «δούλα και κυρά» στην οικογενειακή της εστία, στους αγρούς ή στις φάμπρικες, βλέποντάς την σήμερα υποδουλωμένη ενός -κάθε άλλο παρά- ακραιφνούς συστήματος γραφειοκρατίας, εξακολουθούμε να ζητάμε δικαιοσύνη και ισότητα. Αυτό λοιπόν το γεγονός είναι που η συγγραφέας, τον απαθή και γκρινιάρη πατέρα (για το διάστημα που εργαζόταν η σύζυγός του), έρχεται και τον δικαιώνει, βάζοντάς τον στη θέση, όχι του ανυποχώρητου ανθρώπου, αλλά του συντρόφου που νοιάζεται γιατί η γυναίκα του απολύθηκε. Ανήμπορος ωστόσο να αντιδράσει, μάχεται σιωπηρά, έχει κι αυτός συναισθήματα, αφουγκράζεται την κόρη του, η οποία τριγυρνά δεξιά κι αριστερά στους δρόμους με το λευκό φθαρμένο της παλτό. Δεν μπορεί να μην θέλει να την βοηθήσει και ίσως προσποιείται όταν την προτρέπει λέγοντάς της: «Τώρα άλλωστε ποιος κάνει ακριβώς το αντικείμενό του; Οι περισσότεροι ετεροαπασχολούνται κι άλλοι βέβαια δεν απασχολούνται καθόλου». Και ποιος θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο σε μια στιγμή, επειδή αγαπάει τον συνάνθρωπό του, γιατί νοιάζεται το παιδί του; Ποιοι οικειοποιούνται αυτόν τον κόσμο, επιτέλους, ας τους δείξουμε με το δάκτυλο! Η αλληλεγγύη ωστόσο ταιριάζει στους αδύναμους και τους πληγέντες. Η νεαρή ηρωίδα ερωτεύεται σε μια εποχή που θέλει τον έρωτα νωθρό. Ποθεί, κάνει όνειρα, αδιαφορώντας για τον στίχο του Τάσου Λειβαδίτη που λέει: «να’ σαι τόσο πρόσκαιρος και να κάνεις όνειρα τόσο αιώνια» . Και αλήθεια, τι όνειρα μπορεί να κάνει ο νέος της γενιάς του σήμερα; Που μπορεί να τα αποθέσει; Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει (αναρωτιέται μάλλον η συγγραφέας), όταν παραμένει εγκλωβισμένη ως φροντιστής των γονιών της, παραστάτης στην άρρωστη αδελφή του, όταν δουλεύει μαύρη εργασία, όταν η προσφορά εργασίας είναι μικρότερη από την ζήτηση σε εξειδικευμένα στελέχη και ο εν δυνάμει εργαζόμενος αρκεί να «χωθεί κάπου» για να δικαιώνει τον αγώνα συνύπαρξης! Μήπως κάπως έτσι αρχίζουν οι εκπτώσεις στις επιθυμίες, στα όνειρα και τις αξίες; Είναι όμως καιρός για μια Νέα Επανάσταση, για μία άλλη, πιο «δίκαιη» μοιρασιά του πλούτου; Θα την θέλαμε άραγε; Ακολουθώντας τις συμβουλές από εκείνους τους συμμάχους της ζωής που σε προτρέπουν «κάνε ό,τι μπορείς», «ό,τι να ναι μωρέ», «πάλεψέ το», «μην δείχνεις άχρηστος ρε» πσο μπροστά μπορούμε να πάμε, αν όλα αυτά ακούγονται κάπως γελοία …όταν οι κολλητοί και παλιοί συμφοιτητές γίνονται κριτές στην αξιολόγηση της προσωπικής επιτυχίας καθενός; Κάποτε έκανες μαζί τους κοινά όνειρα και η αγάπη ή ο έρωτας ήταν Ιδανικό, τώρα γιατί θέλουν όλοι να είναι καπετάνιοι στο καράβι της επιτυχίας. Και πως ορίζεται η επιτυχία; Ένα άλλο στερεότυπο που καταγράφει η Καρδαρά είναι οι έχοντες τα πλούτη και τις χλιδές… ένα αρχετυπικό δόγμα της δυτικής τουλάχιστον κοινωνίας, να θέτει τη δύναμη του χρήματος σε πρωτεύοντα ρόλο και αυτοσκοπό. Τα μεγαλεία όμως είναι προσωρινά, όπως διδάσκει ο σοφός λαός, ωστόσο παραμένει αγαπημένος μύθος της οικουμένης η απόκτηση πλούτου, έναντι του φόβου της πείνας και της αρρώστιας, της ανέχειας. Είναι ίσως μια ακόμη αναγκαία συνθήκη για να στρογγυλεύει τις γωνίες στο παραμύθι: «Πώς να παντρευτείς έναν πρίγκιπα».. Η ενδεικτική κατάσταση των νεόπλουτων στο βιβλίο θα ηττηθεί, όταν τα χρέη θα εγκλωβίσουν την οικογενειακή εστία του αγαπημένου της Σοφίας και η ντροπή θα βγει στο προσκήνιο. Από την άλλη, η επιτήρηση και χειραγώγηση κατά Όργουελ και Χάξλευ (αντίστοιχα) στο βιβλίο ασκούν τον δικό τους ρόλο. Ενώ αποτυπώνεται ένας ακόμη μύθος για την αγάπη της φτωχιάς με τον πλούσιο, έτσι όπως έχει καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο, ανατρέπονται τα δεδομένα, με τα παιδιά να μην αντιγράφουν πάντα τους γονείς τους και αυτό είναι αισιόδοξο! Στο βιβλίο υπάρχει πάντως ανθρωπιά. Είναι ανθρωπινό, έτσι θα το έλεγα και η αξία του φαίνεται στο ότι φωτίζει το σκοτάδι της απελπισίας διαφεύγοντας του ατομοκεντρισμού. Δεν έχει χαθεί άλλωστε, τουλάχιστον στις μικρές πόλεις και κοινωνίες μας, ο ανθρωπισμός. Η Σοφία έχει φίλους. Όσο κι αν ο κανιβαλισμός της αστικής οικονομίας κυριεύει να εξακοντίσει ανθρώπινες αξίες και ηθικές, παράγοντας μισάνθρωπους και αποκτηνωμένους χειριστές, όσο γράφουμε θα μαθαίνουμε, ή θα μαθαίνουμε γράφοντας, όπως λένε πολλοί. Θα παραμένει μέσα στον άνθρωπο η συμπόνια, τα φιλάνθρωπα αισθήματα, η συμπάθεια και αλληλοβοήθεια, η καλοσύνη κι ο έρωτας, όσο αναφερόμαστε σ’ αυτά ως σημαντικά. Η ιστορία κλείνει αισιόδοξα έναν Σεπτέμβρη. Αποτελεί λειτούργημα η εργασία του Λόγου να παρακινεί και να προτρέπει στην αλλαγή των συναισθημάτων, την διάθεση για τη γλυκιά θαλπωρή του Φθινοπώρου ως αλλαγή εποχής ή το τέλος μιας εποχής; Καλοτάξιδο Χρύσα!