fbpx

Ο Θεός του Καλοκαιριού

Φέτος το Καλοκαίρι θα πάω σίγουρα διακοπές κάπου. Θα προλάβω; Να προλάβω. Δεν τελείωσε ακόμη. Έχουμε μέρες μπροστά μας.

Είναι και το γαϊδουροκαλόκαιρο.

Ναι. Δεν συμφέρει να προσδιορίσουμε  χρονικά αυτό που θα θέλαμε τόσο πολύ να είχαμε ήδη κάνει. Να είχαμε ταξιδέψει και τώρα να μιλούσαμε αναδρομικά για τις εμπειρίες μας. Κι εκείνες οι «δουλειές» πίσω, οι υποχρεώσεις, η ακρίβεια, ο συνωστισμός;

Το Καλοκαίρι δεν περιμένει εμάς. Έχει αλλού να πάει. Η απόφαση θέλει να είναι μεγαλόστομη, να μαρτυρά, να ξεγελά και να μην λογαριάζει κανέναν.

TO KΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΙΝΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ, έτσι δεν λέει ο σοφός λαός;

Όσο ο ήλιος ψήνει, στεγνώνει, μαυρίζει, σκιάζει, μαρτυρά νεανικά στίγματα, παλιές ουλές, κακοραμμένα τραύματα όπως εγγράφονται λευκά στη μελαμψή σάρκα πάνω, κιρσούς απλωμένους σαν κληματσίδες να μουντζουρώνουν τα πόδια, περιττά κιλά να μας σαρκάζουν, εσύ ένα καπέλο, μια τσεπούλα, ένα αντηλιακό φτηνό (για φέτος μόνο) και το βάουτσερ.

Εγώ όμως τρέχω να προλάβω να μην ξεκαλοκαιριάσει και μείνω να γράφω εδώ πίσω.

Να το ζήσω, όχι να το ονειρεύομαι θέλω.

Να βαπτίζομαι κάθε μέρα και με άλλο όνομα στην ανοικτή θάλασσα.

Να βλέπω και να μαθαίνω, να διαβάζω.

Να αφιερωθώ, να απολαύσω, να μιμηθώ, να γιατρευτώ, να πιστέψω.

Να ερωτευτώ ξανά και ξανά εις την νιοστή ή όσο προλαβαίνω διανυσματικά στο χρόνο.

Να αποκτήσω πίσω το μικρό κανό που κάποτε απαρνήθηκα γιατί δήθεν έγερνε μονόπατα, απ’ τη μια πλευρά, πότε απ’ την άλλη κι ας ήμουν εγώ που καθόμουν στραβά.

Τώρα, στο μεσοκαλόκαιρο, θα προλάβω να πάω, δεν καθυστερώ. Σ’ εκείνα τα γκρίζα νησιά που τους Χειμώνες οι ανάσες λιγοστεύουν. Που τα φυσούν άνεμοι ενάντιοι και τη σημαία οι κάτοικοι τη δένουν σφιχτά στο κοντάρι. Αντίπερα της Αιγιακής χώρας, στα σύνορα που φυλάσσουν εχθροί θέλω να με δω, να δουν, πως φαίνομαι για εχθρός. Γιατί αν σταματήσει να σημαίνουν κάτι για μένα οι άλλοι-εκείνοι, αν με βουλιάξουν στα νερά της Αβύσσου, αφανιστώ, να έχω τουλάχιστον μάθει λίγο ακόμη από Εαυτό. Να έχω τουλάχιστον να γυρεύω μονάχα το Θεό.

Ύστερα να καθρεπτίζομαι στην πιο αγνή θάλασσα κι ας τη διεκδικούν παραβάτες΄ σ’ αυτή θα βαπτιστώ πανθεϊστικά ξανά Αρζού, Μπαχάρ, Μελέκ, δεν ξέρω, μα στο λάδι της όταν κουραστώ από το κολύμπι, να κάνω τον νεκρό για να βουτήξω και να φύγω δίχως σωσίβιο εγώ –δεν είμαι απ’ τους Άλλους, μένω εδώ εγώ– και να επιστρέψω κατάστρωμα με ένα Αυγουστιάτικο φεγγάρι κι ας είναι προς τη χάση του. Θα’ χω γεμίσει εντυπώσεις και το μέσα μου θα’ χει χορτάσει «διακοπές». Κι όσο θα κοιτάζω ψηλά τις συστάδες των αστεριών θα κλέβω μερικά για να τα κάνω στέμμα. Θα γίνομαι δυνατή για να πετώ βασιλικά στον εναέριο χώρο, όχι δα, μην τυχόν και μου πει κανείς πως έχουν πάρει τα μυαλά μου αέρα.

Φέτος θα γίνω οδοιπόρος, προσκυνητής στη δική μου Κομποστέλλα, Τήνο, Λούρδη. Θα’ χω το σακίδιό μου γεμάτο πέτρες δίχως να με βαραίνουν και τα γόνατα φασκιωμένα δεν θα ματώνουν. Για τάμα θα πηγαίνω ροδάκινα διαρκείας, καρπούζια με άφθονα κουκούτσια από παλιά σπορά και νερό από δροσοσταλίδες. Θα αργήσω να γυρίσω αν δεν βρω κάπου έναν καλό Θεό.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Μετάβαση στο περιεχόμενο